- φτηνοδουλειά
- kalitesiz iş
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
φτηνοδουλειά — και φθηνοδουλειά, η, Ν 1. δουλειά που απαιτεί μικρή δαπάνη, φτηνή δουλειά 2. ευτελές, κακότεχνο κατασκεύασμα … Dictionary of Greek
φτηνοδουλειά — η 1. φτηνή δουλειά, εργασία που γίνεται με λίγα έξοδα. 2. κακότεχνο κατασκεύασμα που έγινε με φτηνή εργασία, κακοτέχνημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φθηνοδουλειά — η, Ν βλ. φτηνοδουλειά … Dictionary of Greek
φθηνοδουλειά — η βλ. φτηνοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ψευτοδουλειά — η ψεύτικη δουλειά, φτηνοδουλειά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)